Ο μαγικός φανός

Pre-Order
Συγγραφείς: Μπέργκμαν Ίνγκμαρ [Bergman Ingmar]
Έτος: 2010
ISBN/ISSN: 978-960-6691-58-4
Σελίδες: 400 σελίδες
Γλώσσα: Ελληνικά
Διαθεσιμότητα: Pre-Order
22,00€ 19,80€ Άνευ ΦΠΑ: 18,68€
πρώτες σελίδες Ο μαγικός φανός
Ποσότητα: Καλάθι

Ο μαγικός φανός


Σε ανατύπωση

μτφρ: Γρηγόρης Κονδύλης

«Αποτελεί, ενίοτε, ιδιαίτερη ευτυχία να είσαι σκηνοθέτης. Μια απροβάριστη ατάκα γεννιέται στη στιγμή και η κάμερα την καταγράφει. Αυτό ακριβώς συνέβη σήμερα. Ο Αλεξάντερ, δίχως προετοιμασία και πρόβα, έγινε κατάχλομος· στο πρόσωπό του διαγράφεται ένας γνήσιος πόνος. Η κάμερα καταγράφει τη σκηνή. Ο πόνος, αυτός ο ασύλληπτος πόνος, φάνηκε εκεί για μερικά δευτερόλεπτα και δεν ξαναφάνηκε ποτέ· ούτε είχε εμφανιστεί παλιότερα· αλλά η στιγμή αυτή αποτυπώθηκε στο σελιλόιντ. Τότε είναι που πιστεύω ότι μέρες και μήνες αναμενόμενης ρουτίνας απέδωσαν καρπούς. Ίσως και να ζω για κάτι τέτοιες σύντομες στιγμές. 
Σαν αλιεύς μαργαριταριών
». 

Όταν ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν ήταν ακόμη παιδί, στη δεκαετία του 1920, αντάλλαξε τα δώρα του με έναν απλό προβολέα, έναν κινηματόγραφο (cinématographe), τον οποίον είχαν δώσει στον αδελφό του για χριστουγεννιάτικο δώρο. Το άλλο πρωί κλείστηκε στην γκαρνταρόμπα του παιδικού δωματίου, έβαλε φιλμ στο μηχάνημα και άναψε τη λάμπα πετρελαίου. Είδε ένα λιβάδι όπου είχε πλαγιάσει και λαγοκοιμόταν μια κοπέλα. Όταν γύρισε τη μανιβέλα η κοπέλα ξύπνησε. Και κινήθηκε. 
Εκείνη τη στιγμή ξύπνησε μέσα του ένας ακατανίκητος έρωτας για τη μαγεία των κινούμενων εικόνων. Και ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της εποχής μας είχε δεχτεί το πρώτο και ισχυρότατο ερέθισμα να ασχοληθεί κι αυτός με την ίδια μαγεία. 


ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΓΡΑΨΑΝ:

[…]Ο Ιγκμαρ Μπέργκμαν έγραψε την αυτοβιογραφία του σε ηλικία 70 ετών. Για τον τίτλο της ιστορίας της ζωής του, και καθόλου τυχαία, επέλεξε τον τεχνικό όρο του κινηματογράφου Lanterna magica, Μαγικός φανός, όπως αποκαλούνταν μια από τις πρώτες εξελιγμένες κινηματογραφικές προβολές διαφανειών. Από τον δικό του μαγικό φανό ο κινηματογραφικός δημιουργός από τη Σουηδία δεν διστάζει να προβάλλει πολλές από τις ψευδαισθήσεις του-ή, όπως γράφει σε κάποιο σημείο της αυτοβιογραφίας του, τη μαγεία με την ψευδαίσθηση, δυο έννοιες που συνδέονται με τέτοιο τρόπο ώστε η μία να συμπληρώνει την άλλη.[…]
[…]Εξομολογητικός αλλά ποτέ απολογητικός, ο Σουηδός σκηνοθέτης διηγείται με την άνεση της βαθιάς καταξίωσης που του χάρισε το έργο του, βέβαιος πως νίκησε τον χρόνο πριν πεθάνει. Αλλά σε μια παράλληλη και γοητευτική αντίφαση, ένα από τα πρώτα στοιχεία που αναγνωρίζει ο αναγνώστης στη διήγησή του είναι η ήττα.[…]
[…]Ο Μπέργκμαν δεν παραλείπει από αυτή τη συλλογή αναμνήσεων/ψευδαισθήσεων την καταγραφή μιας μικρότητας, μιας προσωπικής αδυναμίας, μιας «αποτυχίας». Χωρίς περιττές δραματοποιήσεις, αναδεικνύει σχεδόν όλα όσα ένας συνηθισμένος άνθρωπος επιμελώς θα επέλεγε να αποσιωπήσει. Εκείνος όμως δεν ήταν καθόλου συνηθισμένος. Και φαίνεται να το συνειδητοποιεί όταν προσπαθεί να περιγράψει τη μέθοδο των σκηνοθεσιών του.[…]
[…]Η νέα έκδοση του από τον Ποταμό, σε μετάφραση Γρηγόρη Κονδύλη, συμβάλλει στην κατανόηση και την απόλαυση ενός κειμένου, που, εκτός των άλλων, αποτελεί και σημαντικό ντοκουμέντο για μια ακμάζουσα εποχή του κινηματογράφου και έναν από τους ιδιοφυέστερους δημιουργούς του, ο οποίος ενέπνευσε σχεδόν όλους τους σημαντικούς σκηνοθέτες που τον διαδέχτηκαν.[…]

The Athens review of books, Δώρα Αναγνωστοπούλου, τεύχος 6, Απρίλιος 2010


Στο ντιβάνι με τον Μπέργκμαν
Από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του 20ού αιώνα και οξυδερκής ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν (1918-2007) έπιασε να γράψει την αυτοβιογραφία του γύρω στα εβδομήντα, πάντα στοιχειωμένος από ερωτήματα. Τι τον έσπρωξε στο καταφύγιο της τέχνης; Γιατί δυσκολευόταν ν’ αγαπήσει και να εμπιστευθεί; Γιατί αποξενώθηκε από τα ίδια του τα παιδιά;
Ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν ανάμεσα στην Λιβ Ούλμαν και τη Μπίμπι Αντερσον στα γυρίσματα της ταινίας «Persona». Οντως, αυτό που δίνει τον τόνο στον «Μαγικό φανό» του (μετ. Γρ. Κονδύλη, εκδ. «Ποταμός») είναι η διάθεσή του να ψυχαναλυθεί· να εξερευνήσει το εσωτερικό του χάος και ν’ ανατρέξει στην παιδική του ηλικία, την πηγή όλων των βασάνων του.
Γιος ενός λουθηρανού πάστορα και μιας φιλότεχνης γυναίκας που λαχταρούσε διαζύγιο αλλά έπαψε νωρίς να το διεκδικεί, ο Μπέργκμαν δέχτηκε μια ανατροφή βασισμένη σε έννοιες όπως αμαρτία, εξομολόγηση, τιμωρία, συγχώρεση: «Σε όλα αυτά ενυπήρχε μια λογική την οποία αποδεχόμασταν και νομίζαμε ότι καταλαβαίναμε. Πιθανώς αυτή η κατάσταση να συνετέλεσε και στην άνευ αντιρρήσεων αποδοχή του ναζισμού. Ποτέ δεν είχαμε ακούσει τη λέξη ελευθερία και, σίγουρα, δεν την είχαμε γευτεί ποτέ».
Ισως γι’ αυτό να πορεύτηκε σαν «πτυχιούχος ψεύτης», υιοθετώντας ένα προσωπείο «που ελάχιστη σχέση είχε με τον πραγματικό μου εαυτό». Το σίγουρο είναι ότι ο καταπιεσμένος, γεμάτος μπιμπίκια έφηβος που καταβρόχθιζε Νίτσε, Μπαλζάκ και Ντοστογέφσκι, έδωσε τη θέση του σ’ έναν κυριευμένο από πόθο ενήλικα, καθ’ έξιν μοιχό, με αυτοκτονικές τάσεις αλλά και με διαβολικό πείσμα, αφοσιωμένο ψυχή τε και σώματι στο επάγγελμά του, αυτήν τη «σχολαστική διαχείριση του ανείπωτου».
Διαβάζοντας το βιβλίο του γίνεται κανείς μάρτυρας του απόλυτου θαυμασμού του για τον Ταρκόφσκι, των αλλεπάλληλων αναμετρήσεών του τόσο με την κληρονομιά του Στρίντμπεργκ όσο και με τις συντρόφους του, παίρνει εξηγήσεις για το φορολογικό σκάνδαλο που τον οδήγησε ν’ αυτοεξοριστεί κι αφουγκράζεται τις σκέψεις του για τα γηρατειά, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, τη θνητότητα αλλά και για τη στιγμή που οφείλει κανείς ν’ «αποχωρεί». Παγκοσμίως γνωστός για τις ταινίες του, ο Μπέργκμαν υπήρξε παράλληλα εμβληματική μορφή του σουηδικού θεάτρου. Οι θεατρικές αναφορές, μάλιστα, υπερτερούν των κινηματογραφικών στον «Μαγικό φανό».

Χωρίς ελπίδα
Το πώς διοικούσε τα θέατρα απ’ τα οποία πέρασε, το πώς βίωσε την «αναρχική» θεατρική πραγματικότητα της Δυτικής Γερμανίας σε σύγκριση με της Σουηδίας και το τι απαιτούσε από τις αγαπημένες του ηθοποιούς (από τη Χάριετ Αντερσον και τη Λιβ Ούλμαν ώς τη Λένα Ολιν) δίνουν μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες σελίδες της αυτοβιογραφίας του.
Ομολογημένα ανήμπορος ενώπιον του απρόοπτου, αντιμετώπιζε τις πρόβες σαν «εγχειρήσεις», μέσα σε χώρους όπου επικρατούσε «η αυτοπειθαρχία, η καθαριότητα, το φως»: «Η πρόβα είναι μια σοβαρή δουλειά και όχι προσωπική θεραπεία για τον σκηνοθέτη και τον ηθοποιό». Στα γυρίσματα των ταινιών του, πάντως, η ατμόσφαιρα ήταν «ακαταμάχητα φορτισμένη από σεξουαλικότητα. Μου πήρε πολλά χρόνια να μάθω ότι κάποτε η κάμερα σταματάει και οι προβολείς σβήνουν». Ενώ στο μοντάζ τον διαπερνούσε η ίδια πάντα «μεθυστική αίσθηση μαγείας» που τον τύλιξε και παιδάκι, στη θέα του πρώτου κινηματογράφου που του χάρισαν.
Ο σουηδός δημιουργός κλείνει το βιβλίο του με την εξής φράση: «Παρακαλάω τον Θεό χωρίς ελπίδα. Μάλλον πρέπει να τα βγάζει κανείς πέρα μόνος του όσο καλύτερα μπορεί». Είναι παρμένη από το ημερολόγιο της μητέρας του, λίγο μετά τη γέννησή του. Θα μπορούσε κάλλιστα όμως να είναι το απόσταγμα και της δικής του διαδρομής... *

της Σταυρούλας Παπασπύρου,Ελευθεροτυπία, Επτά, Κυριακή 9 Μαΐου 2010


Επιτέλους ένα βιβλίο όπου ο συγγραφέας του δεν έχει 20 σελίδες εισαγωγή για να μας προτείνει τον εαυτό του πιο πάνω από το θέμα. Επιτέλους ένα αληθινό βιβλίο, όπου ο συγγραφέας δεν αυτοπροσδιορίζεται και δεν περιαυτολογεί χωρίς αιτία. Είναι τόσο αληθινό ώστε νοιώθεις ότι ο Μπέργκμαν είναι εκεί δίπλα σου συντροφιά στην διπλανή θέση του μαλακού καναπέ και χαμογελάει καθώς βλέπει τις εκφράσεις σου να εναλλάσσονται διαβάζοντας τα τόσο ζωντανά γεγονότα από τη ζωή του.
- Ώστε λοιπόν πίστευες ότι είμαι ένας μύθος; Πίστευες αυτά που έγραφαν τα κινηματογραφικά περιοδικά; Καλός είσαι και του λόγου σου. Ένας άνθρωπος ήμουν που είχα πείσμα και απίστευτη θέληση να κάνω αυτό που ήθελα. Ένας άνθρωπος.
Εξιστορεί τον βίο του, σαν να γυρνούσε ό ίδιος τον εαυτό του μια ταινία. Ένα ντοκυμανταίρ μάλλον για τον εαυτό του. Λεπτομέρειες που ζωντανεύουν εποχές, τρυφερά μυστικά παιδικής ηλικίας και πάθη που αποκαλύπτουν τον χαρακτήρα του. Μια βασανιστική, απολαυστική διαδρομή με πολύ προσωπικές αφηγήσεις σαν να σου εξομολογείται βιώματα, περιπέτειες, έρωτες, επαγγελματικές απογοητεύσεις μέχρι τον τελικό θρίαμβο, με καθαρό κρυστάλλινο τρόπο χωρίς περιστροφές. 
Κάποια στιγμή νοσηλεύθηκε.
«Τρείς βδομάδες στο νοσοκομείο περνάνε μια χαρά. Όλοι οι ασθενείς είμαστε πειθήνια παρέα ναρκωμένων φουκαράδων που ακολουθούν αδιαμαρτύρητα μια καθημερινή ρουτίνα ανύπαρκτων απαιτήσεων. Μου δίνουν πέντε μπλε βάλιουμ ημερησίως και άλλα δυο υπνωτικά το βράδυ. Αν νιώσω το παραμικρό έστω λίγο άσχημα πηγαίνω αμέσως στην αδερφή η οποία μου δίνει έξτρα δόση.»
Ένα χορταστικό βιβλίο όπου ο μυημένος στον Μπέργκμαν θεατής μπορεί να αποκρυπτογραφήσει το βαθύτερο νόημα σκηνών σε πολλές από τις ταινίες του. Να μείνει άναυδος από την απλότητα και την καθαρότητα των ελατηρίων του. Ακόμα ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει τις πηγές της θεματολογίας του αλλά και τις προεκτάσεις πολλών επιλογών του μεγάλου Σουηδού. Ένα κείμενο όπου η ψυχή του σκηνοθέτη φωταγωγείται και μπορείς να δεις κάθε της γωνιά εύκολα και χωρίς σκιές.
Οι αναφορές στην κινηματογραφική δουλειά του είναι λιγότερες από την θεατρική είναι όμως χαρακτηριστικές για τα κλίμα που επικρατούσε.
«Αποτελεί ενίοτε ιδιαίτερη ευτυχία να είσαι σκηνοθέτης. Μια απροβάριστη ατάκα γεννιέται στη στιγμή και η κάμερα την καταγράφει. Αυτό ακριβώς συνέβη και σήμερα. Ο Αλεξάντερ δίχως προετοιμασία και πρόβα έγινε κατάχλωμος, στο πρόσωπό του διαγράφεται ένας γνήσιος πόνος. Η κάμερα καταγράφει τη σκηνή. Ο πόνος αυτός ο ασύλληπτος πόνος, φάνηκε εκεί για μερικά δευτερόλεπτα και δεν ξαναφάνηκε ποτέ ούτε είχε εμφανιστεί παλιότερα. Αλλά η στιγμή αυτή αποτυπώθηκε στο σελιλόιντ. Τότε είναι που πιστεύω ότι μέρες και μήνες αναμενόμενης ρουτίνας απέδωσαν καρπούς. Ίσως και να ζω για κάτι τέτοιες σύντομες στιγμές. Σαν αλιεύς μαργαριταριών».
Σουηδικά δεν ξέρω. Όμως από τον χειρισμό των λέξεων στην απόδοση των νοημάτων θαρρώ πως η μετάφραση βρίσκει στόχο. Μας μεταφέρει τις ανάλογες καταστάσεις αποδίδοντας το νόημα με ευθυβολία. Κάνει το βιβλίο μια μεστή συντροφιά πράγμα λίαν σπάνιο στις μέρες μας.

του Πάνου Κοκκίδη, protagon.gr, 16/5/2010


Ενας απάνθρωπος ανθρωπιστής
Το πάθος του για τον Στρίντμπεργκ και η λατρεία του για τον Ταρκόφσκι συνοψίζουν το καλλιτεχνικό πάνθεον του Μπέργκμαν. Οταν όμως ήρθε η ώρα του να γυρίσει ταινίες με αμερικανικά κεφάλαια και να δοκιμάσει τις χολιγουντιανές facilities τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ομαλά. Κάθε άλλο: «Ο κιτρινιάρης και δηλητηριώδης ουρανός του Λος Αντζελες, Το επίσημο γεύμα με σκηνοθέτες και ηθοποιούς» γράφει αναφερόμενος σε ένα ταξίδι του με την Ινγκριντ Τούλιν στη σχολή κινηματογράφου του L.Α. «Το απερίγραπτο δείπνο στο παλάτι του Ντίνο ντε Λαουρέντις με θέα στην πόλη και στον Ειρηνικό. Η γυναίκα του Συλβάνα Μάγκανο, η απόλυτη καλλονή από τη δεκαετία του 1950 μεταμορφωμένη σε περιπλανώμενο σκελετό με τέλεια μακιγιαρισμένο κρανίο και ανήσυχα πληγωμένα μάτια. Το απαίσιο φαγητό, η γλοιώδης και αδιάφορη φιλικότητα».

Ενας μικρός σπασμός στο οπτικό μας νεύρο
ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1920, ΠΑΙΔΙ ΑΚΟΜΗ, Ο ΙΝΓΚΜΑΡ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ ΑΝΤΑΛΛΑΣΣΕΙ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΜΕ ΑΥΤΟ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΤΟΥ, ΕΝΑΝ ΜΑΓΙΚΟ ΦΑΝΟ, ΠΡΟΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΙΝΟΥ ΠΡΟΤΖΕΚΤΟΡΑ. ΚΛΕΙΝΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΝΤΟΥΛΑΠΑ, ΓΥΡΙΖΕΙ ΤΗ ΜΑΝΙΒΕΛΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΒΑΣΗ ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΑΡΧΙΖΕΙ 
Η αυτοβιογραφία του Ινγκμαρ Μπέργκμαν με τίτλο Laterna Μagica κυκλοφόρησε στη Σουηδία το 1987 και η πρώτη ελληνική του έκδοση από τον Κάκτο δύο χρόνια αργότερα σε μετάφραση του Θόδωρου Καλλιφατίδη. Εκείνα τα χρόνια το ελληνικό κοινό ήταν μαγεμένο από την ταινία Φάνυ και Αλέξανδρος ενώ στις πάμπολλες κινηματογραφικές λέσχες της χώρας οι Αγριες Φράουλες και οι Κραυγές και ψίθυροι παίζονταν σε εναλλασσόμενο ρεπερτόριο με τη Νύχτα των σαλτιμπάγκων και την Εβδομη σφραγίδα. Ο Μαγικός φανός (Μαγική κάμερα, στην πρώτη του έκδοση) έπεσε τότε ως μάννα εξ ουρανού, οι έλληνες κριτικοί αποστήθιζαν τα τσιτάτα του και κανείς δεν μπορούσε να υποψιαστεί ότι λίγα χρόνια αργότερα οι ίδιοι άνθρωποι θα έβρισκαν επιχειρήματα να δοξάσουν τα μπλοκμπάστερς που είχαν αρχίσει να παράγονται με τη διαδικασία του κατεπείγοντος στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Κι ας διαδήλωνε ο Γούντι Αλεν στους δρόμους του Μανχάταν την μπεργκμανική του θλίψη αγκαζέ με τη νευρική Νταϊάν Κίτον. Σάμπως κι αυτός δεν θα υπέκυπτε λίγα χρόνια αργότερα στην τουριστική φωτογένεια της Πηνελόπης Κρουζ; 
Η σημερινή ολοκληρωμένη επανέκδοση του έργου σε νέα μετάφραση μοιάζει να προκαλεί την εποχή και να στέλνει ανοιχτή πρόσκληση ευαισθησίας και μαθητείας στο νεώτερο, το μπεργκμανικά ανέγγιχτο, κοινό. Για να δούμε ποιος θα βάλει το δάχτυλο στην πρίζα για ν΄ ανάψει ο μαγικός φανός... 
Οταν ο Ερνστ Ινγκμαρ Μπέργκμαν κλείστηκε στην ντουλάπα και γύρισε για πρώτη φορά τη μανιβέλα της κινηματογραφικής του μηχανής πρέπει να ήταν επτά ετών. «Μπορώ ανά πάσα στιγμή να θυμηθώ τη μυρωδιά του θερμού μετάλλου, τη μυρωδιά του σκοροκτόνου και τη σκόνη στην γκαρνταρόμπα, τη μανιβέλα στο χέρι μου, το τρεμάμενο παραλληλόγραμμο στον τοίχο» γράφει περισσότερο από εξήντα χρόνια αργότερα. 
Διάβολε, ευλόγησον 
Ο σπουδαίος σκηνοθέτης και διανοητής ήταν κοντά εβδομήντα ετών όταν δούλευε την αυτοβιογραφία του. Για να κάνει το μοντάζ χρησιμοποίησε τη σωματική μνήμη κι έτσι το πολυσέλιδο πόνημα πήρε ζωή και απέκτησε συναρπαστική συνοχή χωρίς διόλου να υπαινίσσεται τη λογοτεχνία. Ο γιος τού αυταρχικού παπά και μιας ευαίσθητης πλην υποταγμένης μητέρας ανακαλύπτει τις κατά μόνας ηδονάς και διακόπτει τις σχέσεις του με τον Θεό. «Διάβολε, ευλόγησον και σώσον ημάς, Διάβολε, στρέψον το πρόσωπό σου προς ημάς και δος ημίν κάνα γαμήσι». Ετρωγε τακτικά ξύλο, κατουριόταν απάνω του, επιθυμούσε διακαώς να δείρει τα αδέλφια του και υπέμενε καρτερικά τον «πολιτισμό» της οικογένειας: «Η ανατροφή μας βασιζόταν ως επί το πλείστον σε έννοιες όπως αμαρτία, εξομολόγηση, τιμωρία, συγχώρεση και ευσπλαχνία, συγκεκριμένοι παράγοντες στις σχέσεις των παιδιών με τους γονείς τους, όπως με τον Θεό. Πιθανώς αυτή η κατάσταση να συνετέλεσε και στην άνευ αντιρρήσεων παραδοχή του ναζισμού». 
Πράγματι όταν πολλά χρόνια αργότερα ετοιμάζει την ταινία Το αυγό του φιδιού o Μπέργκμαν θυμάται την επίσκεψή του στη Γερμανία του Χίτλερ, τη φιλοξενία του από μια γερμανική οικογένεια και δίνει τα κλειδιά της ναζιστικής πλημμυρίδας: «Την Κυριακή η οικογένεια πήγε στη λειτουργία. Το κήρυγμα του πάστορα με έκανε να απορήσω. Δε μίλησε ορμώμενος από τα Ευαγγέλια αλλά από το ο Αγώνας μου. Πολλοί φορούσαν στολή και άδραξα αναρίθμητες φορές την ευκαιρία να σηκώσω το χέρι και να φωνάξω χάιλ Χίτλερ». Παράλληλα με τη χιτλερική έξαψη στο ίδιο ταξίδι ο νεαρός Μπέργκμαν ακούει κρυφά για πρώτη φορά στο γραμμόφωνο αποσπάσματα από την «Οπερα της πεντάρας» και αναρωτιέται γιατί τόση μυστικότητα: «Ο Μπρεχτ και ο Βάιλ είναι απαγορευμένοι» του λέει ένα Γερμανόπουλο. «Αγοράσαμε τους δίσκους από το Λονδίνο και τους μπάσαμε λαθραία». 

Ο φόβος του θανάτου
Για τον σοβαρό μελετητή που ενδιαφέρεται να διεισδύσει στη δημιουργική βάσανο του σκηνοθέτη και να διαβάσει τα ημερολόγια εργασίας του όταν ανέβαζε στο θέατρο το «Ονειρόδραμα» φερ΄ ειπείν ή όταν σκηνοθετούσε τη «Σιωπή» και το «Φάνυ και Αλέξανδρος», το βιβλίο είναι πραγματικός θησαυρός. Αλλού ο Μπέργκμαν μιλάει καθαρά και ξάστερα για τον φόβο του θανάτου, και την αδιαπερατότητα του «άλλου», στοιχεία που διαπέρασαν ολόκληρο το έργο του αλλά και την πραγματική ζωή του γεμίζοντάς την με ημιτελείς έρωτες, παρατημένα παιδιά, θυμωμένες συζύγους. Η τελειωτική και ίσως συμβολική σύγκρουση της μη δοτικής του φύσης ήταν πάντως με τη σουηδική εφορία. Ο ίδιος αφιερώνει πολλές σελίδες φορτωμένες με εξαντλητικές και μάλλον αδιάφορες λεπτομέρειες σχετικά με τη φυλάκιση του και την αυτοεξορία του λόγω των εκκρεμών φορολογικών υποθέσεών του. 
Τόσα χρόνια μετά, η περίφημη μπεργκμανική τσιγκουνιά φαίνεται ότι δεν έχει να κάνει με τα λεφτά αλλά μάλλον με την απόφασή του να πληρώσει την ψυχικά δύσκαμπτη γενέτειρά του με το ίδιο νόμισμα.

της Ρούλας Γεωργακοπούλου, ΤΑ ΝΕΑ online, 29 Μαΐου 2010


Στον κόσμο της μαγικής δημιουργίας του Μπέργκμαν
Η ζωή ενός μάστορα του θεάτρου και του κινηματογράφου

Απ’ όλες τις εθνικές σχολές και τις κινηματογραφικές παραδόσεις της Ευρώπης, η σουηδική είναι εκείνη που ξεχωρίζει, μοναδικά απόμακρη και σκληρά γοητευτική. Ο «αρχαίος, ελεύθερος, σαν τα ψηλά βουνά Βορράς», όπως θέλει τη Σουηδία ο εθνικός της ύμνος, αποτυπώνει ανάγλυφα ένα κινηματογραφικό τοπίο που είναι άμεσα συνδεδεμένο με τις ιδιότητες μιας κοινωνίας, η οποία συνδυάζει την προτεσταντική ηθική, τις βαθιές, σχεδόν, αποξενωτικές, σοσιαλδημοκρατικές ρίζες ενός αυστηρά ιεραρχημένου κοινωνικού συστήματος, αλλά και τις φωτοσκιάσεις μιας φύσης, ανάμεσα στα δάση και στις λίμνες της, σαν ένα ατέλειωτο «καλοκαίρι με τη Μόνικα». Και φυσικά, με ένα όνομα που έμεινε ανεξίτηλο στους δημιουργούς του παγκόσμιου κινηματογράφου, εκείνο του Ινγκμαρ Μπέργκμαν (1918 - 2007).

Η λέξη «μαγικός φανός» δημιουργεί εξαρχής στον αναγνώστη μια γόνιμη ψευδαίσθηση, ότι πρόκειται για κάποιο φανάρι με μαγικές ιδιότητες, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα μηχάνημα προβολής διαφανειών, τον πρόδρομο των παλιών σλάιντ. Η διαφορά είναι εμφανής και προφανής: εδώ ούτε «ανασύρονται» ούτε αποκαθίστανται, αντίθετα «γεννιούνται» εικόνες. Ομως, στην περίπτωση της αυτοβιογραφίας του Ινγκμαρ Μπέργκμαν, ανακαλεί δύο κυρίαρχα μοτίβα: τον σκηνοθέτη, να μας οδηγεί στο εσωτερικό των αναμνήσεών του, με έναν «μαγικό λύχνο», και όπως το χέρι κινείται στον μισοφωτισμένο χώρο, έτσι πάλλονται και οι εικόνες που έρχονται στο φως, κι ύστερα πάλι, τον οικοδεσπότη να διαπερνά τη λεπτή, «εικονογραφημένη» μεμβράνη στη σχισμή του «μαγικού φανού», προβάλλοντας τις εικόνες του παρελθόντος (του), ακριβώς όπως περιγράφεται στην αυτοβιογραφία και η πρώτη του επαφή με μια πρωτόγονη κινηματογραφική μηχανή, που θα αποκτηθεί με αντίτιμο 100 στρατιωτάκια του δεκάχρονου Ινγκμαρ.

Ο Μπέργκμαν, βαθύς γνώστης, αλλά και μάστορας της θεατρικής μαγείας και της κινηματογραφικής τέχνης, στήνει τον χώρο και τα πρόσωπα με έναν τρόπο που καθηλώνει τον αναγνώστη, όχι μόνο για τις ιστορίες που εκτυλίσσονται σαν σενάρια στις ταινίες του, αλλά και για τους χαρακτήρες που πρωταγωνιστούν, μεταξύ άλλων η συνεπώνυμη Ινγκριντ, αλλά και η Γκρέτα Γκάρμπο.

Η μοίρα του δημιουργού
Ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν, διάδοχος του μεγάλου Σουηδού σκηνοθέτη του βωβού κινηματογράφου Βίκτορ Σγιόστρομ και μαθητής των Αλφ Σιέμπεργ και Ούλοφ Μολάντερ, δεν καταγράφει απλώς τα απομνημονεύματά του, αντίθετα συγγράφει με «θεατρική-κινηματογραφική ματιά» την αυτοβιογραφία του, σαν από την πρώτη μέρα που είδε το φως να είναι ένας ώριμος δημιουργός στο σώμα ενός βρέφους. Αυτό το «στρατήγημα» δεν καθιστά μόνο ελκυστική την αφήγηση, αλλά μας αποκαλύπτει τη μοίρα ενός μεγάλου δημιουργού, που θα αφοσιωθεί με θρησκευτική ευλάβεια στην τέχνη, με τη «ματιά του σκηνοθέτη». Στην αυτοβιογραφία του Σουηδού σκηνοθέτη (πρωτοκυκλοφόρησε στα ελληνικά το 1989, σε μετάφραση του Θοδωρή Καλλιφατίδη), ο αναγνώστης βρίσκεται μπροστά σε ένα βιβλίο, που συνδυάζει με τον καλύτερο τρόπο τις (υπόγειες) ημερολογιακές καταγραφές με τις (κρυφές) αρετές ενός σεναρίου, που μετεωρίζεται στις, άλλοτε ασπρόμαυρες κι άλλοτε έγχρωμες, εικόνες όπως αυτές προβάλλονται από τον «μαγικό φανό», ανάμεσα στις «κραυγές και στους ψιθύρους», αλλά και τη «Φάννυ και Αλεξάντερ».

Κυκλικό ταξίδι
Σκληρός και συνάμα ευαίσθητος, κριτικός και επώδυνα αυτοκριτικός, δυνατός και ταυτόχρονα ανίσχυρος, όχι όμως ανασφαλής, ο Μπέργκμαν μάς ταξιδεύει κυκλικά, διαγράφοντας μικρές και μεγάλες περιμέτρους, όπως έκανε και με τις ταινίες του: η αυτοβιογραφία ως σενάριο, η ζωή σαν ταινία, ο δημιουργός ως σκηνοθέτης των βιωμάτων του, η κοινωνία σαν μινιατούρα σκηνογραφίας.

Η σύγκρουση με τον πατέρα, ένα βαρύ πατρικό «κληροδότημα» που θα σφραγίσει το έργο του, που προσλαμβάνει καφκικές διαστάσεις (ανάλογες επιπτώσεις θα έχει και στον αδελφό του), η στενή σχέση με τη μητέρα που θα σημαδέψει τη ζωή του (διόλου τυχαία το τελευταίο κεφάλαιο είναι ταυτόχρονα ένα πορτρέτο της μητέρας), το αυστηρό σχολικό περιβάλλον, η πολυπληθής οικογένεια, οι σύζυγοι και οι σύντροφοί του, οι εντάσεις και οι αναζητήσεις μέσα από τη σκηνοθετική δημιουργία, οι ασθένειες, αλλά και η εμβόλιμη, αμέριμνη οικογενειακή ευτυχία, τα ταξίδια, το θέατρο και ο κινηματογράφος, όλα έχουν τη θέση τους σε αυτή την (σχεδόν) εξαντλητική αυτοβιογραφία.

Στις σελίδες της πρωταγωνιστούν παράλληλα η Σουηδία, η Γερμανία, αλλά και η Ευρώπη πριν και μετά τον Πόλεμο, καθώς τόποι, πρόσωπα και μνήμες «περνάνε» σαν έντονες και διαυγείς εικόνες μπροστά από τα μάτια του συγγραφέα. Πρόκειται για τον ίδιο «μαγικό φανό» που θα μετατραπεί από παιδικό παιγνίδι σε μία κινηματογραφική μηχανή, με την οποία ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν θα διεισδύσει με έντονους συμβολισμούς και ανεξίτηλες εικόνες στην ψυχή του σύγχρονου ανθρώπου, εμπλουτίζοντας με το σύνολο του έργου του, αλλά και με τη δική του (αυτο)βιογραφία την ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου.


του Kώστα Θ. Kαλφόπουλου  kathimerini.gr, 14 Ιουνίου 2010

Δεν υπάρχουν κριτικές για το προϊόν.

Γράψτε μια κριτική

Το Όνομά σας:


Η Κριτική σας: Σημείωση: δε μεταφράζεται η HTML!

Βαθμολογία: Κακή           Καλή

Εισάγετε τον κωδικό στο παρακάτω πλαίσιο: